- Ὠμόδαμος
- Ὠμόδᾰμος, ὁ,A Fierce Conqueror, alleg. name of a demon, Hom. Epigr.14.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωμόδαμος — ὁ, Α (ως αλληγορική ονομασία δαίμονα) αυτός που δαμάζει την ωμότητα, την αγριότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + δαμος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. θειό δαμος] … Dictionary of Greek
Ὠμόδαμον — Ὠμόδαμος Fierce Conqueror masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek